Απασχόληση στα αγγλικά

Μετάφραση: απασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pastime, livelihood, employment, jobs, time, work
Απασχόληση στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: απασχόληση

hire
  • ενοικίαση
  • μίσθωση
  • νοίκιασμα
  • απασχόληση
  • εκμίσθωση
  • μισθός
pastime
  • αναψυχή
  • απασχόληση
  • διασκέδαση
activity
  • δραστηριότητα
  • δραστικότητα
  • απασχόληση
  • αρμοδιότητα
  • χημική διαστηριότητα
preoccupation
  • έγνοια
  • απασχόληση
  • φροντίδα

Σχετικές λέξεις: απασχόληση

απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση παιδιών, απασχόληση αλλοδαπού, απασχόληση δικηγόρων με έμμισθη εντολή στις ανεξάρτητες αρχές, απασχόληση λεξικό γλώσσας αγγλικά, απασχόληση στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • απασχολημένος στα αγγλικά - busy
  • απασχολώ στα αγγλικά - engross, busy, employ, preoccupy, occupy, bothering
  • απατεώνας στα αγγλικά - conman, crook, swindler, knave, fraud, cheat
  • απατηλός στα αγγλικά - deceptive, fraudulent, deceitful, colorable, illusory, illusive, elusive
Τυχαίες λέξεις
Απασχόληση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: pastime, livelihood, employment, jobs, time, work