Απεριόριστος στα αγγλικά

Μετάφραση: απεριόριστος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unlimited, boundless, limitless, unrestricted, unbounded
Απεριόριστος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: απεριόριστος

absolute
  • απόλυτος
  • απεριόριστος
  • άνευ όρων
  • απολυταρχικός
  • δεσποτικός
  • αυθύπαρκτος
implicit
  • υπονοούμενος
  • απεριόριστος
boundless
  • απεριόριστος
  • απέραντος
  • ανεξάντλητος
limitless
  • απεριόριστος
stintless
  • απεριόριστος
unbounded
  • απεριόριστος
unlimited
  • απεριόριστος
unconfined
  • απεριόριστος
illimitable
  • απεριόριστος
unqualified
  • απεριόριστος
  • μη έχων τα προσόντα
  • απόλυτος
  • χωρίς τα προσόντα
unrestricted
  • απεριόριστος

Σχετικές λέξεις: απεριόριστος

απεριόριστος συνώνυμα, απεριόριστος λεξικό γλώσσας αγγλικά, απεριόριστος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • απεριποίητος στα αγγλικά - frowzy, scruffy, unkempt, sleazy, uncared for, neglected
  • απεριόριστα στα αγγλικά - freely, unlimited, infinitely, indefinitely, unlimitedly, unrestricted
  • απεσταλμένος στα αγγλικά - correspondent, envoy, emissary, delegate, messenger, missive
  • απευθύνω στα αγγλικά - address, direct, I, I would, extend
Τυχαίες λέξεις
Απεριόριστος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: unlimited, boundless, limitless, unrestricted, unbounded