Αποφασιστικός στα αγγλικά

Μετάφραση: αποφασιστικός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
decisive, resolute, determined, crucial, deciding
Αποφασιστικός στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αποφασιστικός

crucial
  • αποφασιστικός
  • σταυροειδής
  • καίριος
  • κρίσιμος
  • οξύς
  • αυστηρός
decided
  • αναμφισβήτητος
  • αποφασιστικός
  • αποφασισμένος
  • ξεκάθαρος
decisive
  • αποφασιστικός
  • καθοριστικός
  • κατηγορηματικός
resolute
  • αποφασιστικός
  • αποφασισμένος
determined
  • αποφασισμένος
  • αποφασιστικός
  • καθοριστικός
  • αδίστακτος
determinative
  • καθοριστικός
  • αποφασιστικός
strong-minded
  • αποφασιστικός

Σχετικές λέξεις: αποφασιστικός

αποφασιστικός στα αγγλικα, αποφασιστικός συνώνυμα, αποφασιστικός συνώνυμο, αποφασιστικός λεξικό γλώσσας αγγλικά, αποφασιστικός στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • αποφασίζω στα αγγλικά - decide, determine, resolve, rule, I decide, I decided, make up my mind
  • αποφασισμένος στα αγγλικά - resolute, determined, resolved, decided
  • αποφασιστικότητα στα αγγλικά - determination, decisiveness, resolution, resolve
  • αποφεύγω στα αγγλικά - evade, avoid, dodge, shun, parry, eschew
Τυχαίες λέξεις
Αποφασιστικός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: decisive, resolute, determined, crucial, deciding