Αποφασιστικότητα στα αγγλικά

Μετάφραση: αποφασιστικότητα, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
determination, decisiveness, resolution, resolve
Αποφασιστικότητα στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αποφασιστικότητα

resolution
  • ψήφισμα
  • ανάλυση
  • απόφαση
  • διάλυση
  • λύση διαφωνίας
  • αποφασιστικότητα
decisiveness
  • αποφασιστικότητα
resoluteness
  • αποφασιστικότητα
  • αποφασιστικότης
resolvedness
  • αποφασιστικότης
  • αποφασιστικότητα
determination
  • προσδιορισμός
  • αποφασιστικότητα
  • καθορισμός
  • απόφαση

Σχετικές λέξεις: αποφασιστικότητα

αποφασιστικότητα ορισμος, αποφασιστικότητα έναντι των άκρων, αποφασιστικότητα wiki, αποφασιστικότητα ιστορικών προσώπων, αποφασιστικότητα αποφθεγματα, αποφασιστικότητα λεξικό γλώσσας αγγλικά, αποφασιστικότητα στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • αποφασισμένος στα αγγλικά - resolute, determined, resolved, decided
  • αποφασιστικός στα αγγλικά - decisive, resolute, determined, crucial, deciding
  • αποφεύγω στα αγγλικά - evade, avoid, dodge, shun, parry, eschew
  • αποφοίτηση στα αγγλικά - graduation, graduating, graduated, graduate
Τυχαίες λέξεις
Αποφασιστικότητα στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: determination, decisiveness, resolution, resolve