Αρχαιότητα στα αγγλικά

Μετάφραση: αρχαιότητα, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
antiquity, seniority, ancient times, ancient, length
Αρχαιότητα στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αρχαιότητα

antique
  • αντίκα
  • αρχαιότητα
antiquity
  • αρχαιότητα
seniority
  • αρχαιότητα
  • αρχαιότης
  • προτεραιότης
  • προτεραιότητα
  • πρεσβεία

Σχετικές λέξεις: αρχαιότητα

κλασική αρχαιότητα, ύστερη αρχαιότητα, αρχαιότητα μεταξύ ομοιοβάθμων, αρχαιότητα εκπαιδευτικών, αρχαιότητα στο δημόσιο, αρχαιότητα λεξικό γλώσσας αγγλικά, αρχαιότητα στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • αρχαιολογικός στα αγγλικά - archaeologist, archaeological, archeological, ancient, an archaeological, Archaelogical
  • αρχαιολόγος στα αγγλικά - antiquarian, archaeologist, archeologist, an archaeologist
  • αρχηγός στα αγγλικά - leader, chief, captain, head, commander, chieftain
  • αρχιδιάκονος στα αγγλικά - archdeacon, an archdeacon, archdeacon of, Chiotiki archdeacon, chief deacon
Τυχαίες λέξεις
Αρχαιότητα στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: antiquity, seniority, ancient times, ancient, length