Ασκητικός στα αγγλικά

Μετάφραση: ασκητικός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ascetic, eremitic, ascetical, reclusive, asceticism
Ασκητικός στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ασκητικός

ascetic
  • ασκητικός
eremitic
  • ασκητικός

Σχετικές λέξεις: ασκητικός

ασκητικός λεξικό γλώσσας αγγλικά, ασκητικός στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ασθμαίνω στα αγγλικά - gasp, pant, wheeze
  • ασκητής στα αγγλικά - anchorite, hermit, ascetic, anchoret, eremite, ascete
  • ασκητισμός στα αγγλικά - asceticism, ascetism
  • ασκώ στα αγγλικά - exert, pursue, practise, exercise, drill, wield, I practice
Τυχαίες λέξεις
Ασκητικός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: ascetic, eremitic, ascetical, reclusive, asceticism