Ασυνάρτητος στα αγγλικά

Μετάφραση: ασυνάρτητος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
incoherent, discursive, rambling, is incoherent
Ασυνάρτητος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ασυνάρτητος

rambling
  • απλωμένος
  • ασυνάρτητος
discursive
  • παρεκβατικός
  • ασυνάρτητος
incoherent
  • ασυνάρτητος

Σχετικές λέξεις: ασυνάρτητος

ασυνάρτητος συνώνυμο, ασυνάρτητος λεξικό γλώσσας αγγλικά, ασυνάρτητος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ασυμμετρία στα αγγλικά - asymmetry, asymmetry of, imbalance, asymmetric, asymmetrical
  • ασυμφωνία στα αγγλικά - disagreement, discrepancy, discord, discordance, unconformity, incompatibility
  • ασυνέπεια στα αγγλικά - inconsistency, inconsistent, incoherence, inconsistencies, inconsistency of
  • ασυνήθιστα στα αγγλικά - extraordinarily, unusually, abnormally, unusual, uncommon, an unusually
Τυχαίες λέξεις
Ασυνάρτητος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: incoherent, discursive, rambling, is incoherent