Αυθαίρετος στα αγγλικά

Μετάφραση: αυθαίρετος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
high-handed, arbitrary, peremptory, willful, an arbitrary, arbitrariness
Αυθαίρετος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αυθαίρετος

wilful
  • ξεροκέφαλος
  • ισχυρογνώμων
  • αυθαίρετος
  • πείσμων
  • πεισματάρης
  • σκόπιμος
willful
  • ξεροκέφαλος
  • ισχυρογνώμων
  • αυθαίρετος
  • πείσμων
  • πεισματάρης
  • σκόπιμος
arbitrary
  • αυθαίρετος
peremptory
  • επιτακτικός
  • προστακτικός
  • αυταρχικός
  • αυθαίρετος
  • οριστικός
  • ανένδοτος

Σχετικές λέξεις: αυθαίρετος

αυθαίρετος ετυμολογία, αυθαίρετος συνώνυμο, αυθαίρετος μετάφραση, αυθαίρετος wiki, αυθαίρετος σημασία, αυθαίρετος λεξικό γλώσσας αγγλικά, αυθαίρετος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • αυθάδεια στα αγγλικά - insolence, impertinence, forwardness, precocity, effrontery, audacity
  • αυθάδης στα αγγλικά - pert, sassy, saucy, insolent, brash
  • αυθεντία στα αγγλικά - authority, an authority, pundit, authenticity, a master
  • αυθεντικός στα αγγλικά - authentic, genuine, authoritative, authentical, original
Τυχαίες λέξεις
Αυθαίρετος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: high-handed, arbitrary, peremptory, willful, an arbitrary, arbitrariness