Βασανιζόμενος στα αγγλικά

Μετάφραση: βασανιζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
afflicted, vasanizomenos
Βασανιζόμενος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βασανιζόμενος

βασανιζόμενος λεξικό γλώσσας αγγλικά, βασανιζόμενος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • βασίλισσα στα αγγλικά - queen, the queen, queen of, a queen
  • βασανίζω στα αγγλικά - afflict, torture, obsess, flay, harry, pester
  • βασανισμός στα αγγλικά - torture, cruelty, torturing, torment, cruelty to
  • βασανιστήριο στα αγγλικά - rack, torture, torment, of torture, torture of
Τυχαίες λέξεις
Βασανιζόμενος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: afflicted, vasanizomenos