Βιαστικός στα αγγλικά
Μετάφραση: βιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hasty, cursory, slapdash, hurried, hurry
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: βιαστικός
hasty
- βιαστικός
- γρήγορος
- βιαστικός
- ταχύς
- γρήγορος
- επιπόλαιος
- εσπευσμένος
- βιαστικός
- προγενέστερος
- βιαστικός
- πρότερος
- προηγούμενος
- βιαστικός
- απρόσεκτος
- βιαστικός
- εσπευσμένος
- ταχύς
Σχετικές λέξεις: βιαστικός
βιαστικός αγγλικά, ο βιαστικός, βιαστικός συνώνυμο, βιαστικός λεξικό γλώσσας αγγλικά, βιαστικός στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- βιαιοπραγία στα αγγλικά - assault, battery, act of violence, violence, an act of violence
- βιασμός στα αγγλικά - rape, rape is, sexual violence, rape of
- βιασύνη στα αγγλικά - impetuosity, rush, haste, hurry
- βιβλίο στα αγγλικά - book, Paper, the book
Τυχαίες λέξεις
Βιαστικός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: hasty, cursory, slapdash, hurried, hurry
Μεταφράσεις: hasty, cursory, slapdash, hurried, hurry