Γενειοφόρος στα αγγλικά
Μετάφραση: γενειοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bearded, a bearded, the bearded
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: γενειοφόρος
bearded
- γενειοφόρος
- μουσάτος
Σχετικές λέξεις: γενειοφόρος
γενειοφόρος δράκος φροντιδα, γενειοφόρος δράκος τιμή, γενειοφόρος δράκος, γενειοφόρος φώκια, γενειοφόρος λεξικό γλώσσας αγγλικά, γενειοφόρος στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- γενέθλια στα αγγλικά - birthday, Birthdays, a birthday, anniversary
- γενίκευση στα αγγλικά - generalisation, generalization, prevalence, widespread introduction, generalization of, generalize
- γενετικός στα αγγλικά - genetic, a genetic
- γενιά στα αγγλικά - generation, generation of
Τυχαίες λέξεις
Γενειοφόρος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: bearded, a bearded, the bearded
Μεταφράσεις: bearded, a bearded, the bearded