Δεσποτικός στα αγγλικά
Μετάφραση: δεσποτικός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
autocrat, imperious, despotic, masterful, magisterial, overbearing
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: δεσποτικός
absolute
- απόλυτος
- απεριόριστος
- άνευ όρων
- απολυταρχικός
- δεσποτικός
- αυθύπαρκτος
- αγέρωχος
- αυταρχικός
- δεσποτικός
- δεσποτικός
- επιδέξιος
- δεσποτικός
- αγέρωχος
- δικαστικός
- αυταρχικός
Σχετικές λέξεις: δεσποτικός
δεσποτικός συνώνυμο, δεσποτικός σημασία, δεσποτικός θρόνος, δεσποτικός ορισμός, δεσποτικός λεξικό γλώσσας αγγλικά, δεσποτικός στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- δεσμός στα αγγλικά - bond, affair, link, tie, linkage, bond is
- δεσποινίς στα αγγλικά - miss, mademoiselle, senorita, demoiselle, signorina, damsel
- δεσπόζω στα αγγλικά - dominate, overtop, overlook
- δευτερεύων στα αγγλικά - secondary, subsidiary, sub, minor, a secondary
Τυχαίες λέξεις
Δεσποτικός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: autocrat, imperious, despotic, masterful, magisterial, overbearing
Μεταφράσεις: autocrat, imperious, despotic, masterful, magisterial, overbearing