Διακρίσεις στα αγγλικά

Μετάφραση: διακρίσεις, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
discrimination, distinctions, discriminatory, discriminate, subheadings
Διακρίσεις στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακρίσεις

διακρίσεις διοικητικών πράξεων, διακρίσεις των νόμων, διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, διακρίσεις εις βάρος των γυναικών στην ελλάδα, διακρίσεις λόγω φύλου στην εργασία, διακρίσεις λεξικό γλώσσας αγγλικά, διακρίσεις στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • διακοπή στα αγγλικά - pause, severance, interruption, break, interrupt, discontinuance
  • διακοσμώ στα αγγλικά - decorate, spangle, garnish, blazon, illuminated
  • διακριτικό στα αγγλικά - insignia, distinctive, badge, discreet, token, distinguishing
  • διακριτικός στα αγγλικά - discrete, discreet, distinctive, considerate, discriminatory, distinctiveness
Τυχαίες λέξεις
Διακρίσεις στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: discrimination, distinctions, discriminatory, discriminate, subheadings