Διακόπτης στα αγγλικά

Μετάφραση: διακόπτης, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
switch, ignition, control, switch is, breaker
Διακόπτης στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: διακόπτης

switch
  • διακόπτης
  • αλλαγή
  • διακόπτης ηλεκτρικών συρμάτων
  • μαστίγιο
  • συνδετήρας ηλεκτρικών συρμάτων
  • λεπτή ράβδος
control
  • έλεγχος
  • διακόπτης
  • εξουσία
  • ρύθμιση
intermitter
  • διακόπτων
  • διακόπτης

Σχετικές λέξεις: διακόπτης

διακόπτης ρεύματος με τηλεχειριστήριο, διακόπτης κομμυτατέρ, διακόπτης εξοικονόμησης ενέργειας, διακόπτης διαφυγής έντασης, διακόπτης dimmer, διακόπτης λεξικό γλώσσας αγγλικά, διακόπτης στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • διακυβεύω στα αγγλικά - risk, compromise, gamble, hazard, stake, stakes, compromised, ...
  • διακυμαίνομαι στα αγγλικά - range, fluctuate
  • διακόπτω στα αγγλικά - interrupt, pause, sever, intermit, adjourn, suspend
  • διακόρευση στα αγγλικά - defloration, diakorefsi
Τυχαίες λέξεις
Διακόπτης στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: switch, ignition, control, switch is, breaker