Διαπράττω στα αγγλικά
Μετάφραση: διαπράττω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
perpetrate, commit, committing, I commit, am committing
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: διαπράττω
commit
- εμπιστεύομαι
- παραδίδω
- παραπέμπω
- διαπράττω
- κάνω
- διαπράττω
Σχετικές λέξεις: διαπράττω
διαπράττω αρχαία, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω κλίση, διαπράττω λεξικό γλώσσας αγγλικά, διαπράττω στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- διαπληκτίζομαι στα αγγλικά - wrangle, quarrel, argue, scuffle
- διαπλοκή στα αγγλικά - intervention, interweaving, intersection, intertwining, interrelation, interlacing
- διαπρέπω στα αγγλικά - excel, preeminent, distinguished, outstanding, eminent
- διαπραγμάτευση στα αγγλικά - negotiation, trading, negotiated, negotiating, deal
Τυχαίες λέξεις
Διαπράττω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: perpetrate, commit, committing, I commit, am committing
Μεταφράσεις: perpetrate, commit, committing, I commit, am committing