Διαστολή στα αγγλικά
Μετάφραση: διαστολή, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dilation, expansion, dilatation, diastole, expansion of
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: διαστολή
diastole
- διαστολή
- διαστολή
- εύρυνση
- επέκταση
- διεύρυνση
- διαστολή
- εξάπλωση
- έκταση
- αποτόνωση
- διαστολή
- διεύρυνση
Σχετικές λέξεις: διαστολή
διαστολή τραχήλου, διαστολή νερού, διαστολή κόρης ματιού, διαστολή συστολή, διαστολή συστολή νερού, διαστολή λεξικό γλώσσας αγγλικά, διαστολή στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- διασταλτός στα αγγλικά - expansible, dilatable, extendable, expandable
- διασταύρωση στα αγγλικά - junction, crossing, crossbreed, cross, crossroads
- διαστρεβλώνω στα αγγλικά - warp, garble, misrepresent
- διασυρμός στα αγγλικά - drubbing, humiliation, ridicule, vilification, vilification of
Τυχαίες λέξεις
Διαστολή στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: dilation, expansion, dilatation, diastole, expansion of
Μεταφράσεις: dilation, expansion, dilatation, diastole, expansion of