Διεισδυτικός στα αγγλικά

Μετάφραση: διεισδυτικός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
penetrating, intrusive, pervasive, invasive, penetrant
Διεισδυτικός στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεισδυτικός

διεισδυτικός καρκινος, διεισδυτικός συνώνυμο, διεισδυτικός πλακούντας, διεισδυτικός συνωνυμα, διεισδυτικός λεξικό γλώσσας αγγλικά, διεισδυτικός στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • διεγείρω στα αγγλικά - actuate, arouse, kindle, stimulate, excite, incite, switch on, ...
  • διεθνής στα αγγλικά - international, World, an international, Global, the International
  • διεκδίκηση στα αγγλικά - claim, claiming, claims, lets, assertion
  • διεκδικώ στα αγγλικά - assert, claim, dispute, vindicate, I claim, do maintain
Τυχαίες λέξεις
Διεισδυτικός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: penetrating, intrusive, pervasive, invasive, penetrant