Διεκδίκηση στα αγγλικά
Μετάφραση: διεκδίκηση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
claim, claiming, claims, lets, assertion
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: διεκδίκηση
claim
- αξίωση
- ισχυρισμός
- απαίτηση
- διεκδίκηση
Σχετικές λέξεις: διεκδίκηση
διεκδίκηση δεδουλευμένων, διεκδίκηση δεδουλευμένων μισθών, διεκδίκηση αμοιβής μηχανικού, διεκδίκηση γερμανικών αποζημιώσεων, διεκδίκηση γυναίκας, διεκδίκηση λεξικό γλώσσας αγγλικά, διεκδίκηση στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- διεθνής στα αγγλικά - international, World, an international, Global, the International
- διεισδυτικός στα αγγλικά - penetrating, intrusive, pervasive, invasive, penetrant
- διεκδικώ στα αγγλικά - assert, claim, dispute, vindicate, I claim, do maintain
- διεκπεραίωση στα αγγλικά - transaction, handling, processing, completion, dealing, carry
Τυχαίες λέξεις
Διεκδίκηση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: claim, claiming, claims, lets, assertion
Μεταφράσεις: claim, claiming, claims, lets, assertion