Διεκδικώ στα αγγλικά

Μετάφραση: διεκδικώ, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
assert, claim, dispute, vindicate, I claim, do maintain
Διεκδικώ στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: διεκδικώ

claim
  • απαιτώ
  • διεκδικώ
  • ισχυρίζομαι
  • αξιώ
assert
  • βεβαιώ
  • ισχυρίζομαι
  • υποστηρίζω
  • διεκδικώ
contest
  • αγωνίζομαι
  • αμφισβητώ
  • διεκδικώ
  • παλεύω
vindicate
  • υπερασπίζω
  • δικαιώ
  • διεκδικώ

Σχετικές λέξεις: διεκδικώ

διεκδικώ αγγλικά, διεκδικώ translation, διεκδικώ μετάφραση αγγλικά, διεκδικώ προστακτική, διεκδικώ ετυμολογία, διεκδικώ λεξικό γλώσσας αγγλικά, διεκδικώ στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • διεισδυτικός στα αγγλικά - penetrating, intrusive, pervasive, invasive, penetrant
  • διεκδίκηση στα αγγλικά - claim, claiming, claims, lets, assertion
  • διεκπεραίωση στα αγγλικά - transaction, handling, processing, completion, dealing, carry
  • διενέργεια στα αγγλικά - accomplishment, proceeding, conducting, carrying, conduct, perform, carry
Τυχαίες λέξεις
Διεκδικώ στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: assert, claim, dispute, vindicate, I claim, do maintain