Διορίζομαι στα αγγλικά

Μετάφραση: διορίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
invest, appointed, appoint, appoints, Designating, is appointed
Διορίζομαι στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διορίζομαι

διορίζομαι λεξικό γλώσσας αγγλικά, διορίζομαι στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • διοικώ στα αγγλικά - administrate, administer, dioiko
  • διορία στα αγγλικά - term, deadline, time limit, a deadline
  • διορίζω στα αγγλικά - assign, appoint, nominate, depute, depurate, ordain, deputize
  • διορατικός στα αγγλικά - far-sighted, perspicacious, clairvoyant, perceptive, visionary
Τυχαίες λέξεις
Διορίζομαι στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: invest, appointed, appoint, appoints, Designating, is appointed