Δυσεπίλυτος στα αγγλικά

Μετάφραση: δυσεπίλυτος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
knotty, intractable, Difficult, unresolved, tricky, difficult to solve
Δυσεπίλυτος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσεπίλυτος

δυσεπίλυτος συνωνυμα, δυσεπίλυτος λεξικό γλώσσας αγγλικά, δυσεπίλυτος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • δυσαρέσκεια στα αγγλικά - displeasure, dissatisfaction, disaffection, discontent, resentment
  • δυσαρεστώ στα αγγλικά - displease, dissatisfy, disgruntle, disoblige
  • δυσκίνητος στα αγγλικά - sluggish, cumbersome, unwieldy
  • δυσκαμψία στα αγγλικά - stiffness, inflexibility, rigidity, stiff, stiffness of
Τυχαίες λέξεις
Δυσεπίλυτος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: knotty, intractable, Difficult, unresolved, tricky, difficult to solve