Δυσκαμψία στα αγγλικά

Μετάφραση: δυσκαμψία, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stiffness, inflexibility, rigidity, stiff, stiffness of
Δυσκαμψία στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: δυσκαμψία

inflexibility
  • ακαμψία
  • δυσκαμψία

Σχετικές λέξεις: δυσκαμψία

δυσκαμψία στον αυχένα, δυσκαμψία δακτύλων, δυσκαμψία του αυχένα, δυσκαμψία υποστυλώματοσ, δυσκαμψία προβόλου, δυσκαμψία λεξικό γλώσσας αγγλικά, δυσκαμψία στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • δυσεπίλυτος στα αγγλικά - knotty, intractable, Difficult, unresolved, tricky, difficult to solve
  • δυσκίνητος στα αγγλικά - sluggish, cumbersome, unwieldy
  • δυσκολία στα αγγλικά - difficulty, inconvenience, difficulty of, difficult, difficulties
  • δυσκολοχώνευτος στα αγγλικά - indigestible, dyskolochoneftos
Τυχαίες λέξεις
Δυσκαμψία στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: stiffness, inflexibility, rigidity, stiff, stiffness of