Δωσίλογος στα αγγλικά
Μετάφραση: δωσίλογος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accountable, collaborators
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δωσίλογος
δοσίλογος δοσίλογος, δοσίλογος λεξικο, δωσίλογος σημασία, δωσίλογος ετυμολογία, δωσίλογος ή δοσίλογος, δωσίλογος λεξικό γλώσσας αγγλικά, δωσίλογος στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- δωροδοκία στα αγγλικά - bribery, bribe, corruption, a bribe, bribes
- δωροληψία στα αγγλικά - venality, bribery, bribes, Accept bonus, with corruption
- δωσιδικία στα αγγλικά - liability, jurisdiction, venue, place of jurisdiction, territorial jurisdiction, jurisdiction is
- δόγμα στα αγγλικά - tenet, doctrine, dogma, creed, denomination
Τυχαίες λέξεις
Δωσίλογος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: accountable, collaborators
Μεταφράσεις: accountable, collaborators