Δύσκαμπτος στα αγγλικά

Μετάφραση: δύσκαμπτος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stilted, stiff, rigid, cumbersome, inflexible
Δύσκαμπτος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: δύσκαμπτος

stiff
  • δύσκαμπτος
  • σκληρός
  • αλύγιστος
  • άκαμπτος
stilted
  • δύσκαμπτος
  • πομπώδης
  • αξιοπρεπής

Σχετικές λέξεις: δύσκαμπτος

δύσκαμπτος συνωνυμο, δύσκαμπτος μεγάλος δάκτυλος, δύσκαμπτος λεξικό γλώσσας αγγλικά, δύσκαμπτος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • δύναμη στα αγγλικά - force, power, might, strength, force of
  • δύση στα αγγλικά - west, setting, sunset, the west, Western
  • δύσκολος στα αγγλικά - tricky, hard, prickly, difficult, tough, trying, difficult to
  • δύσπιστος στα αγγλικά - sceptic, incredulous, skeptical, unbelieving, suspicious, mistrustful
Τυχαίες λέξεις
Δύσκαμπτος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: stilted, stiff, rigid, cumbersome, inflexible