Εγκαρτέρηση στα αγγλικά

Μετάφραση: εγκαρτέρηση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
resignation, perseverance, patience, endurance
Εγκαρτέρηση στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: εγκαρτέρηση

resignation
  • παραίτηση
  • εγκαρτέρηση
  • υπόκυψη
  • υποταγή
perseverance
  • επιμονή
  • εμμονή
  • εγκαρτέρηση

Σχετικές λέξεις: εγκαρτέρηση

εγκαρτέρηση συνώνυμα, εγκαρτέρηση λεξικό γλώσσας αγγλικά, εγκαρτέρηση στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • εγκαινιάζω στα αγγλικά - inaugurate, initiate, open, consecrate, dedicate, I launch
  • εγκαλώ στα αγγλικά - sue, impeach, arraign, cite
  • εγκατάλειψη στα αγγλικά - abandonment, dereliction, abandonment of, abandoning, leaving
  • εγκατάσταση στα αγγλικά - installation, establishment, settlement, facility, install
Τυχαίες λέξεις
Εγκαρτέρηση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: resignation, perseverance, patience, endurance