Εγκλεισμός στα αγγλικά
Μετάφραση: εγκλεισμός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
internment, encapsulation, confinement, incarceration, enclosure, imprisonment
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκλεισμός
εγκλεισμός ετυμολογία, εγκλεισμός ορισμός, εγκλεισμός συνώνυμο, εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, αποκλεισμός ατόμων με ειδικές ανάγκες, εγκλεισμός λεξικό γλώσσας αγγλικά, εγκλεισμός στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- εγκεφαλικός στα αγγλικά - cerebral, brain
- εγκλείω στα αγγλικά - encapsulate, encase, impound, enclose, corral, coop
- εγκληματίας στα αγγλικά - delinquent, criminal, gangster, a criminal, criminals
- εγκληματικός στα αγγλικά - criminal, felonious, a criminal, have a criminal
Τυχαίες λέξεις
Εγκλεισμός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: internment, encapsulation, confinement, incarceration, enclosure, imprisonment
Μεταφράσεις: internment, encapsulation, confinement, incarceration, enclosure, imprisonment