Εισβάλλω στα αγγλικά
Μετάφραση: εισβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
invade, impinge
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: εισβάλλω
invade
- εισβάλλω
- εισορμώ
- προσκρούω
- κτυπώ
- εισβάλλω
Σχετικές λέξεις: εισβάλλω
συμβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω αγγλικα, επιβάλλω κλίση, εισβάλλω λεξικό γλώσσας αγγλικά, εισβάλλω στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- εισαγωγή στα αγγλικά - induction, introduction, import, input, importation, insertion
- εισαγωγικός στα αγγλικά - introductory, originative, import, an import
- εισβολέας στα αγγλικά - invader, raider, intruder, attacker, hacker
- εισβολή στα αγγλικά - invasion, incursion, invasion of, intrusion, invading
Τυχαίες λέξεις
Εισβάλλω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: invade, impinge
Μεταφράσεις: invade, impinge