Εκουσίως στα αγγλικά

Μετάφραση: εκουσίως, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
voluntarily, willingly, voluntary, deliberately, voluntary basis
Εκουσίως στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: εκουσίως

willingly
  • οικειοθελώς
  • εκουσίως
  • προθυμώς
voluntarily
  • οικειοθελώς
  • εκουσίως
  • εκούσια

Σχετικές λέξεις: εκουσίως

εκουσίως προταση, εκουσίως λεξικο, εκουσίως λεξικό γλώσσας αγγλικά, εκουσίως στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • εκμαυλισμός στα αγγλικά - corruption, seduction, ekmaflismos
  • εκμηδενίζω στα αγγλικά - annihilate
  • εκούσια στα αγγλικά - voluntarily, voluntary, deliberate, a voluntary, allowing voluntary
  • εκπέμπω στα αγγλικά - radiate, emit, broadcast, vent, send out, give off, I emit
Τυχαίες λέξεις
Εκουσίως στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: voluntarily, willingly, voluntary, deliberately, voluntary basis