Εμπειρία στα αγγλικά
Μετάφραση: εμπειρία, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
experience, experiences, experience of, expertise, experienced
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: εμπειρία
adeptness
- ειδικότητα
- ειδικότης
- δεξιότητα
- εμπειρία
- δεξιότης
- εμπειρία
- πείρα
- πρακτική
Σχετικές λέξεις: εμπειρία
εμπειρία εκδοτική, εμπειρία ζωής, εμπειρία ετυμολογία, εμπειρία και εκπαίδευση dewey, εμπειρία συνώνυμα, εμπειρία λεξικό γλώσσας αγγλικά, εμπειρία στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- εμπαικτικός στα αγγλικά - mocking, derisory
- εμπεδώνω στα αγγλικά - strengthen, consolidate, empedono
- εμπειρογνώμονας στα αγγλικά - expert, consultant, an expert, expert on, expert is
- εμπειρογνώμων στα αγγλικά - consultant, expert, an expert, experts
Τυχαίες λέξεις
Εμπειρία στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: experience, experiences, experience of, expertise, experienced
Μεταφράσεις: experience, experiences, experience of, expertise, experienced