Εμποτίζω στα αγγλικά
Μετάφραση: εμποτίζω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
soak, ingrain, imbue, impregnate
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: εμποτίζω
soak
- εμβρέχω
- εμποτίζω
- εμποτίζομαι
- μουσκεύω
- μουλιάζω
- εμβρέχομαι
- εμποτίζω
- εμβάπτω
- εμποτίζω
- εμβολιάζω
- γονιμοποιώ
- καθυστώ έγκυον
- εμποτίζω
- διαποτίζω
Σχετικές λέξεις: εμποτίζω
εμπλουτίζω συνώνυμα, εμποτίζω λεξικό γλώσσας αγγλικά, εμποτίζω στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- εμπορεύματα στα αγγλικά - merchandise, goods, commodities, goods are, of goods
- εμπορικός στα αγγλικά - commercial, sales, trading, trade, shopping
- εμπρηστής στα αγγλικά - arsonist, fire bug, incendiary, an arsonist
- εμπρηστικός στα αγγλικά - incendiary, inflammatory, an inflammatory
Τυχαίες λέξεις
Εμποτίζω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: soak, ingrain, imbue, impregnate
Μεταφράσεις: soak, ingrain, imbue, impregnate