Ενασχόληση στα αγγλικά
Μετάφραση: ενασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hobby, pastime, occupation, avocation, Dealing, involvement, engagement
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ενασχόληση
business
- επιχείρηση
- εργασία
- δουλειά
- ενασχόληση
- εμπόριο
- υπόθεση
- ενασχόληση
- κατοχή
- επάγγελμα
- ενασχόληση
- ασχολία
Σχετικές λέξεις: ενασχόληση
ενασχόληση ορισμος, ενασχόληση english, ενασχόληση με τα κοινά, ενασχόληση αγγλικά, ενασχόληση λεξικό, ενασχόληση λεξικό γλώσσας αγγλικά, ενασχόληση στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- εναργής στα αγγλικά - clear, evident, vivid, A vivid
- εναρμονίζω στα αγγλικά - harmonize, square with
- ενδέκατος στα αγγλικά - eleventh, the eleventh
- ενδελέχεια στα αγγλικά - continuity, sedulousness, assiduity, thoroughness
Τυχαίες λέξεις
Ενασχόληση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: hobby, pastime, occupation, avocation, Dealing, involvement, engagement
Μεταφράσεις: hobby, pastime, occupation, avocation, Dealing, involvement, engagement