Ενστικτωδώς στα αγγλικά

Μετάφραση: ενστικτωδώς, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
instinctively, intuitively, instinctive, instinct, them instinctively
Ενστικτωδώς στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενστικτωδώς

ενστικτωδώς συνώνυμα, ενστικτωδώς λεξικό γλώσσας αγγλικά, ενστικτωδώς στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ενσπείρω στα αγγλικά - sow, instil, they spread
  • ενσταλάζω στα αγγλικά - infuse, instil
  • ενστικτώδης στα αγγλικά - instinctive, intuitive, instinctual, gut, visceral
  • ενσωματώνω στα αγγλικά - incorporate, embed, embody
Τυχαίες λέξεις
Ενστικτωδώς στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: instinctively, intuitively, instinctive, instinct, them instinctively