Εξαντλημένος στα αγγλικά

Μετάφραση: εξαντλημένος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
weary, exhausted, effete, spent, deadbeat, was exhausted
Εξαντλημένος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: εξαντλημένος

effete
  • εξαντλημένος
  • στείρος
exhausted
  • εξαντλημένος
  • ξεθεωμένος

Σχετικές λέξεις: εξαντλημένος

εξαντλημένος μεταφραση, εξαντλημένος συνώνυμα, εξαντλημένος λεξικό γλώσσας αγγλικά, εξαντλημένος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • εξαναγκάζω στα αγγλικά - force, compel, make, bulldoze, coerce, constrain
  • εξαναγκασμός στα αγγλικά - coercion, constraint, compulsion, duress, Forcing
  • εξαντλώ στα αγγλικά - sap, tire, deplete, exhaust, wear out, drain, short of
  • εξαπίνης στα αγγλικά - unawares, by surprise, surprise
Τυχαίες λέξεις
Εξαντλημένος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: weary, exhausted, effete, spent, deadbeat, was exhausted