Εξουσιάζω στα αγγλικά
Μετάφραση: εξουσιάζω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
control, overrule, reign, reign over
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: εξουσιάζω
own
- έχω
- εξουσιάζω
- κατέχω
- ομολογώ
- ελέγχω
- εξουσιάζω
- συγκρατώ
- ρυθμίζω
- επαληθεύω
- απορρίπτω
- ανατρέπω
- εξουσιάζω
Σχετικές λέξεις: εξουσιάζω
εξουσιάζω λεξικό γλώσσας αγγλικά, εξουσιάζω στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- εξορκίζω στα αγγλικά - conjure, exorcise, entreat, exorcize, adjure, beseech
- εξουσία στα αγγλικά - power, authority, powers, power to, empowered
- εξουσιοδοτούμαι στα αγγλικά - invest, am authorized, I am authorized
- εξουσιοδοτώ στα αγγλικά - empower, accredit, authorize, entitle, depute, delegate
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιάζω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: control, overrule, reign, reign over
Μεταφράσεις: control, overrule, reign, reign over