Επίκαιρος στα αγγλικά
Μετάφραση: επίκαιρος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
opportune, topical, timely, apropos, seasonable
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: επίκαιρος
timely
- έγκαιρος
- επίκαιρος
- επίκαιρος
- επίκαιρος
- θέματος
- τοπικός
- επίκαιρος
- επίκαιρος
- καίριος
- επίκαιρος
Σχετικές λέξεις: επίκαιρος
επίκαιρος translation, θουκυδίδης επίκαιρος, επίκαιρος συνώνυμα, επίκαιροσ μετάφραση, επίκαιρος συνώνυμο, επίκαιρος λεξικό γλώσσας αγγλικά, επίκαιρος στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- επίθεση στα αγγλικά - attack, offensive, assault, onslaught, aggression, application
- επίθετο στα αγγλικά - surname, adjective, epithet, last name, an adjective
- επίκληση στα αγγλικά - invocation, appeal, invoked, relied, relied upon
- επίκριση στα αγγλικά - criticism, censure, railing, criticism of, criticisms
Τυχαίες λέξεις
Επίκαιρος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: opportune, topical, timely, apropos, seasonable
Μεταφράσεις: opportune, topical, timely, apropos, seasonable