Επιβάλλω στα αγγλικά

Μετάφραση: επιβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
enforce, establish, mete, impose, institute, wreak, inflict, necessitate
Επιβάλλω στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: επιβάλλω

fine
  • επιβάλλω
wreak
  • επιβάλλω
  • ξεθυμαίνω
  • εκτελώ
impose
  • επιβάλλω
  • απατώ
  • υπαγορεύω
enforce
  • επιβάλλω
  • θέτω σε ενέργεια
inflict
  • επιβάλλω
  • καταφέρω
necessitate
  • καθιστώ αναγκαίο
  • αναγκάζω
  • επιβάλλω
  • απαιτώ
  • συνεπάγομαι

Σχετικές λέξεις: επιβάλλω

επιβάλλω in english, επιβάλλω συνώνυμα, επιβάλλω κλίση, επιβάλλω ή επιβάλω, επιβάλλω λεξικό γλώσσας αγγλικά, επιβάλλω στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • επευφημώ στα αγγλικά - applaud, acclaim, cheer
  • επηρεάζω στα αγγλικά - affect, sway, weight with, affected`
  • επιβάτης στα αγγλικά - passenger, passengers, a passenger, passenger is, passenger has
  • επιβίβαση στα αγγλικά - embarkation, boarding, board, embarking, embark
Τυχαίες λέξεις
Επιβάλλω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: enforce, establish, mete, impose, institute, wreak, inflict, necessitate