Επιβολή στα αγγλικά
Μετάφραση: επιβολή, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
enforcement, imposition, imposing, imposition of, imposing a
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: επιβολή
imposition
- επιβολή
- απάτη
- επιβολή
- επιβολή
Σχετικές λέξεις: επιβολή
επιβολή προστίμου, επιβολή φόρου πολυτελούσ διαβίωσησ, επιβολή κυρώσεων σε μαθητές, επιβολή ποινών σε μαθητές, επιβολή συνώνυμα, επιβολή λεξικό γλώσσας αγγλικά, επιβολή στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- επιβλαβής στα αγγλικά - harmful, detrimental, deleterious, noxious, damaging
- επιβλητικός στα αγγλικά - authoritative, awesome, dignified, imposing, impressive, commanding, grandiose, ...
- επιβραδύνω στα αγγλικά - decelerate, retard, slow up, slow down
- επιγράφω στα αγγλικά - inscribe, superscribe
Τυχαίες λέξεις
Επιβολή στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: enforcement, imposition, imposing, imposition of, imposing a
Μεταφράσεις: enforcement, imposition, imposing, imposition of, imposing a