Επιληψία στα αγγλικά
Μετάφραση: επιληψία, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
epilepsy, epileptic
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: επιληψία
epilepsy
- επιληψία
Σχετικές λέξεις: επιληψία
επιληψία θεραπεία, επιληψία αντιμετώπιση, επιληψία και οδήγηση, επιληψία σε παιδιά, επιληψία συμπτώματα, επιληψία λεξικό γλώσσας αγγλικά, επιληψία στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- επιλεκτικός στα αγγλικά - selective, selectivity, selectively, a selective
- επιληπτικός στα αγγλικά - epileptic, moonstruck, an epileptic, epilepsy, are an epileptic
- επιλογή στα αγγλικά - choice, selection, option, selecting, choice of
- επιμέλεια στα αγγλικά - diligence, assiduity, custody, editing, edited
Τυχαίες λέξεις
Επιληψία στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: epilepsy, epileptic
Μεταφράσεις: epilepsy, epileptic