Επιρρηματικός στα αγγλικά
Μετάφραση: επιρρηματικός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adverbial
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: επιρρηματικός
adverbial
- επιρρηματικός
Σχετικές λέξεις: επιρρηματικός
επιρρηματικός προσδιορισμός, επιρρηματικός αγώνας, επιρρηματικός λεξικό γλώσσας αγγλικά, επιρρηματικός στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- επιρρίπτω στα αγγλικά - ascribe, attributable, blame, heaping, dusted, blames
- επιρρεπής στα αγγλικά - apt, prone to, prone, susceptible
- επιρροή στα αγγλικά - leverage, influence, impact, influential, influence of, relevant
- επισημαίνω στα αγγλικά - point, point out, note, I note, would point out, to point out
Τυχαίες λέξεις
Επιρρηματικός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: adverbial
Μεταφράσεις: adverbial