Επιτρεπτός στα αγγλικά
Μετάφραση: επιτρεπτός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
admissible, allowable, permissible, permitted, hourly amount of admissible
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: επιτρεπτός
allowable
- επιτρεπόμενος
- επιτρεπτός
- επιτρεπτός
- παράδεκτος
- αποδεκτός
- επιτρεπόμενος
- επιτρεπτός
- ανεκτός
Σχετικές λέξεις: επιτρεπτός
επιτρεπτός λεξικό γλώσσας αγγλικά, επιτρεπτός στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- επιτομή στα αγγλικά - epitome, compendium, abstract, abridgement, digest
- επιτρέπω στα αγγλικά - permit, enable, allow, let, I allow, I authorize
- επιτροπή στα αγγλικά - tribunal, committee, commission, board, Committee shall, the Committee
- επιτυγχάνω στα αγγλικά - succeed, attain, prosper, accomplish, scoop, I achieve
Τυχαίες λέξεις
Επιτρεπτός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: admissible, allowable, permissible, permitted, hourly amount of admissible
Μεταφράσεις: admissible, allowable, permissible, permitted, hourly amount of admissible