Ευέξαπτος στα αγγλικά

Μετάφραση: ευέξαπτος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
excitable, tetchy, irritable, temperamental, fretful, irascible, combustible
Ευέξαπτος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ευέξαπτος

fretful
  • θυμώδης
  • νευριασμένος
  • ευέξαπτος
  • δύστροπος
nervous
  • νευρικός
  • εκνευρισμένος
  • νευροπαθής
  • ευέξαπτος
  • νευρώδης
  • νευριασμένος
irascible
  • οξύθυμος
  • ευέξαπτος
  • οργίλος
combustible
  • ευέξαπτος
  • εύφλεκτος
  • καύσιμος
temperamental
  • ιδιοσυγκρασίας
  • ευέξαπτος
  • ευαίσθητος
short-tempered
  • ευέξαπτος

Σχετικές λέξεις: ευέξαπτος

ευέξαπτος συνώνυμα, ευέξαπτος λεξικό γλώσσας αγγλικά, ευέξαπτος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ευάλωτος στα αγγλικά - vulnerable, vulnerability, susceptible, fragile, prone
  • ευάρεστος στα αγγλικά - agreeable, pleasing
  • ευαίσθητος στα αγγλικά - sensitive, touchy, susceptible, impressionable, mushy
  • ευαγγέλιο στα αγγλικά - gospel, the gospel, gospel of, the gospel of
Τυχαίες λέξεις
Ευέξαπτος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: excitable, tetchy, irritable, temperamental, fretful, irascible, combustible