Εφεύρεση στα αγγλικά
Μετάφραση: εφεύρεση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
invention, invention is, the invention
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: εφεύρεση
device
- συσκευή
- τέχνασμα
- μηχάνημα
- επινόημα
- εφεύρεση
- μηχανισμός
- εφεύρεση
Σχετικές λέξεις: εφεύρεση
εφεύρεση χαρτιού, εφεύρεση τηλεφωνου, εφεύρεση υπολογιστή, εφεύρεση κινητού τηλεφώνου, εφεύρεση τηλέφωνο, εφεύρεση λεξικό γλώσσας αγγλικά, εφεύρεση στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- εφευρετικός στα αγγλικά - inventive, imaginative, ingenious
- εφευρετικότητα στα αγγλικά - ingenuity, resourcefulness, inventiveness, resource, inventive
- εφηβεία στα αγγλικά - adolescence, puberty, teens, teenage, teenage years
- εφηβικός στα αγγλικά - adolescent, nubile, puberal, teenage, pubescent
Τυχαίες λέξεις
Εφεύρεση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: invention, invention is, the invention
Μεταφράσεις: invention, invention is, the invention