Εύσωμος στα αγγλικά

Μετάφραση: εύσωμος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stout, burly, portly, robust
Εύσωμος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: εύσωμος

burly
  • εύσωμος
  • μεγαλόσωμος
  • χονδρός
stout
  • σωματώδης
  • χοντρός
  • σθεναρός
  • εύσωμος
  • ανδρείος
  • τολμηρός
portly
  • εύσωμος
  • παχύς
robust
  • ρωμαλέος
  • εύσωμος
  • εύρωστος

Σχετικές λέξεις: εύσωμος

εύσωμος λεξικό γλώσσας αγγλικά, εύσωμος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • εύστροφος στα αγγλικά - glib, agile, shifty, versatile, nimble
  • εύσχημος στα αγγλικά - plausible, decent, specious
  • εύφλεκτος στα αγγλικά - flammable, combustible, inflammable
  • εύχομαι στα αγγλικά - wish, pray, I wish, I hope, wish you
Τυχαίες λέξεις
Εύσωμος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: stout, burly, portly, robust