Ηλικιωμένος στα αγγλικά
Μετάφραση: ηλικιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aged, elderly, old, Elder, older
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ηλικιωμένος
old
- παλιός
- γέρικος
- γεροντικός
- χρόνιος
- παλαιός
- ηλικιωμένος
- ηλικιωμένος
- ηλικιωμένος
Σχετικές λέξεις: ηλικιωμένος
ηλικιωμένος σκύλος, ηλικιωμένος «ξάπλωσε» δημοσιογράφο με μια μπουνιά, ηλικιωμένος αυτοκτόνησε, ηλικιωμένος ονειροκρίτης, ηλικιωμένος ομογενής μοιράζει επιταγές στους 'ελληνες με υπέρογκα ποσά, ηλικιωμένος λεξικό γλώσσας αγγλικά, ηλικιωμένος στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- ηλικία στα αγγλικά - age, age of, the age, the age of, of age
- ηλικίας στα αγγλικά - aged, age, ages, old, couple
- ηλιόλουστος στα αγγλικά - sunny, a sunny
- ημερολόγιο στα αγγλικά - calendar, diary, journal, log, logbook
Τυχαίες λέξεις
Ηλικιωμένος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: aged, elderly, old, Elder, older
Μεταφράσεις: aged, elderly, old, Elder, older