Θρησκευόμενος στα αγγλικά

Μετάφραση: θρησκευόμενος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
religious, a religious, religious person
Θρησκευόμενος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θρησκευόμενος

θρησκευόμενος λεξικό γλώσσας αγγλικά, θρησκευόμενος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • θρησκεία στα αγγλικά - religion, a religion, religious
  • θρησκευτικός στα αγγλικά - religious, a religious
  • θριαμβευτικά στα αγγλικά - triumphantly, jubilantly, triumphant, triumph, in triumph
  • θριαμβευτικός στα αγγλικά - triumphant, triumphal, exultant, jubilant
Τυχαίες λέξεις
Θρησκευόμενος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: religious, a religious, religious person