Ιδιοκτησία στα αγγλικά

Μετάφραση: ιδιοκτησία, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ownership, property, the property, owned, ownership of
Ιδιοκτησία στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ιδιοκτησία

property
  • ιδιοκτησία
  • ιδιότητα
  • περιουσία
  • ιδιότης
  • κυριότης
  • κυριότητα
ownership
  • ιδιοκτησία
  • κυριότητα
  • κυριότης
proprietorship
  • ιδιοκτησία

Σχετικές λέξεις: ιδιοκτησία

ιδιοκτησία και πλούτοσ στη σπάρτη τησ κλασικήσ εποχήσ, ιδιοκτησία στην αγγλία, ιδιοκτησία ιστοσελίδας, ιδιοκτησία και επανάσταση, ιδιοκτησία εξ'αδιαιρέτου, ιδιοκτησία λεξικό γλώσσας αγγλικά, ιδιοκτησία στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ιδιαίτερος στα αγγλικά - private, separate, special, particular, specific
  • ιδιοκτήτης στα αγγλικά - owner, proprietor, own, owner of, the owner
  • ιδιορρυθμία στα αγγλικά - oddity, peculiarity, foible, quaintness, quirk
  • ιδιοτέλεια στα αγγλικά - selfishness, self interest
Τυχαίες λέξεις
Ιδιοκτησία στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: ownership, property, the property, owned, ownership of