Ιδιωτικός στα αγγλικά

Μετάφραση: ιδιωτικός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
private, a private, the private, owned
Ιδιωτικός στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ιδιωτικός

private
  • ιδιωτικός
  • ιδιαίτερος
  • μυστικός
  • προσωπικός
personal
  • προσωπικός
  • ιδιωτικός

Σχετικές λέξεις: ιδιωτικός

ιδιωτικός τομέας άδειες, ιδιωτικός αστυνομικός ασφαλείας, ιδιωτικός ερευνητής, ιδιωτικός ντετέκτιβ, ιδιωτικός υπάλληλος στα αγγλικά, ιδιωτικός λεξικό γλώσσας αγγλικά, ιδιωτικός στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ιδιοτέλεια στα αγγλικά - selfishness, self interest
  • ιδιοτελής στα αγγλικά - selfish, self-interested, mercenary
  • ιδιόμορφος στα αγγλικά - singular, peculiar, quirky, idiosyncratic, a peculiar
  • ιδιότητα στα αγγλικά - attribute, property, capacity, quality, nature, status
Τυχαίες λέξεις
Ιδιωτικός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: private, a private, the private, owned