Ισχυρισμός στα αγγλικά

Μετάφραση: ισχυρισμός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
claim, assertion, allegation, plea, contention
Ισχυρισμός στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ισχυρισμός

plea
  • ισχυρισμός
  • απολογία
  • δικαιολογία
  • ικεσία
  • έκκληση
claim
  • αξίωση
  • ισχυρισμός
  • απαίτηση
  • διεκδίκηση
assertion
  • ισχυρισμός
allegation
  • ισχυρισμός
contention
  • ισχυρισμός
  • αγώνας
  • διαμάχη
  • καυγάς
  • φιλονικία

Σχετικές λέξεις: ισχυρισμός

οψιγενής ισχυρισμός, αλυσιτελής ισχυρισμός, ισχυρισμόσ english, αίολος ισχυρισμός, διατροφικός ισχυρισμός, ισχυρισμός λεξικό γλώσσας αγγλικά, ισχυρισμός στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ισχνός στα αγγλικά - scraggy, puny, tenuous, scraggly, gaunt, lank, lean, ...
  • ισχυρίζομαι στα αγγλικά - allege, claim, pretend, assert, contend, pretend to
  • ισχυρογνώμονας στα αγγλικά - stubborn, obdurate, obstinate
  • ισχυρογνώμων στα αγγλικά - obstinate, headstrong, opinionated, stubborn, hardheaded
Τυχαίες λέξεις
Ισχυρισμός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: claim, assertion, allegation, plea, contention