Καθοριστικός στα αγγλικά
Μετάφραση: καθοριστικός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
decisive, determinant, determinative, determining, key
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: καθοριστικός
decisive
- αποφασιστικός
- καθοριστικός
- κατηγορηματικός
- αποφασισμένος
- αποφασιστικός
- καθοριστικός
- αδίστακτος
- καθοριστικός
- παράγοντας που αποφασίζει
- προσδιοριστικός
- καθοριστικός
- αποφασιστικός
Σχετικές λέξεις: καθοριστικός
καθοριστικόσ ετυμολογία, καθοριστικός συνώνυμα, καθοριστικόσ ο ρόλοσ τησ ελλάδασ στη διαμόρφωση τησ ευρωπαϊκήσ ψηφιακήσ στρατηγικήσ, καθοριστικός στα αγγλικα, καθοριστικός english, καθοριστικός λεξικό γλώσσας αγγλικά, καθοριστικός στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- καθορίζω στα αγγλικά - quote, specify, determine, define, settle on, I define, I specify
- καθορισμένος στα αγγλικά - set, statutory, fixed, definite, appointed, stated, defined
- καθρέφτης στα αγγλικά - mirror, a mirror, up mirror, mirror of, Cosmetic mirror
- καθυστέρηση στα αγγλικά - hold-up, delay, delayed, retardation, lag, delay in
Τυχαίες λέξεις
Καθοριστικός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: decisive, determinant, determinative, determining, key
Μεταφράσεις: decisive, determinant, determinative, determining, key