Καθρέφτης στα αγγλικά

Μετάφραση: καθρέφτης, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mirror, a mirror, up mirror, mirror of, Cosmetic mirror
Καθρέφτης στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: καθρέφτης

reflector
  • κάτοπτρο
  • αντανακλαστήρ
  • καθρέφτης

Σχετικές λέξεις: καθρέφτης

καθρέφτης αλμωπίας, καθρέπτης μπάνιου, καθρέφτης ικεα, καθρέφτης όνειρο, καθρέφτης αυτοκινήτου για μωρά, καθρέφτης λεξικό γλώσσας αγγλικά, καθρέφτης στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • καθορισμένος στα αγγλικά - set, statutory, fixed, definite, appointed, stated, defined
  • καθοριστικός στα αγγλικά - decisive, determinant, determinative, determining, key
  • καθυστέρηση στα αγγλικά - hold-up, delay, delayed, retardation, lag, delay in
  • καθυστερημένος στα αγγλικά - tardy, backward, retarded, late, belated, overdue, behindhand
Τυχαίες λέξεις
Καθρέφτης στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: mirror, a mirror, up mirror, mirror of, Cosmetic mirror